Στο Αμάρι, έναν δήμο της Κρήτης στα νότια του Ρεθύμνου, η ιστορία, ο πολιτισμός και η οικονομία είναι συνυφασμένα με την εύφορη κοιλάδα του. Η κοιλάδα του Αμαρίου, που περικλείεται από τα βουνά Κέντρος, Σάμιτος και τον Ψηλορείτη, φιλοξενεί ελαιώνες με αρχαία ελαιόδεντρα, καλλιέργειες κερασιών, δαμάσκηνων και βερίκοκων οι οποίες εδώ και γενιές στηρίζουν τα τοπικά μέσα βιοπορισμού.
Ωστόσο, οι επαναλαμβανόμενες ξηρασίες που εντείνονται από την κλιματική αλλαγή, απειλούν πλέον τη γεωργία της περιοχής και την ευημερία των κατοίκων της.
Για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης, ο δήμος προτίθεται να χρησιμοποιήσει τον Πλατύ ποταμό που διαρρέει την κοιλάδα. Το Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών της Ελλάδας σχεδιάζει την κατασκευή ενός φράγματος με χωρητικότητα ταμιευτήρα 21 εκατ. κυβικών μέτρων και ενός αρδευτικού δικτύου που θα εκτείνεται σε 43.500 στρέμματα και θα περιλαμβάνει περίπου 20 χιλιόμετρα αγωγών. Σκοπός του έργου είναι η βελτίωση της άρδευσης στους νομούς Ρεθύμνου και Ηρακλείου, περιφέρειες που αποτελούν το κέντρο της γεωργικής παραγωγής του νησιού.
«Η κατασκευή του φράγματος αποτελεί την απαραίτητη απάντηση στο συνεχώς επιδεινούμενο πρόβλημα της επάρκειας νερού, ιδιαίτερα λόγω της σοβαρής ξηρασίας που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή», δηλώνει ο κ. Παντελής Μουρτζανός, δήμαρχος του Αμαρίου, ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του έργου. «Ο νέος ταμιευτήρας θα καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική διαχείριση των υδάτινων πόρων, εξασφαλίζοντας σταθερή παροχή νερού για την άρδευση των καλλιεργειών».
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης δεσμεύτηκαν να στηρίξουν αυτήν τη σημαντική νέα επένδυση στην Κρήτη με 80 εκατ. ευρώ η κάθε μία, στο πλαίσιο συμφωνίας που υπεγράφη τον Ιανουάριο του 2024.
«Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα αποτελούν σοβαρή απειλή για την οικονομική σταθερότητα και την κοινωνική ευημερία», δηλώνει η κ. Γεωργία Καστραντά, διευθύντρια αντιπλημμυρικών και εγγειοβελτιωτικών έργων του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών. «Το έργο αυτό θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα του γεωργικού τομέα της Κρήτης, θα τονώσει την οικονομική ανάπτυξη και θα συμβάλει στον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής».